φιλέγγυος

φιλέγγυος
φιλέγγυος
readily giving security
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλέγγυος — ον, Α αυτός που πρόθυμα παρέχει εγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔγγυος «ασφαλής, εγγυημένος»] …   Dictionary of Greek

  • φιλέγγυον — φιλέγγυος readily giving security masc/fem acc sg φιλέγγυος readily giving security neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεγγύου — φιλέγγυος readily giving security masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεγγύων — φιλέγγυος readily giving security masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”